Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ της ΣΕΒΗ ΤΗΛΙΑΚΟΥ: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ



Τα όνειρα τα πλέκεις με το βελονάκι! Ένας τίτλος που αρχικά ξαφνιάζει και προσωπικά με έκανε να γυρίσω πίσω σε άλλες εποχές, τότε που ακόμα οι γυναίκες έπλεκαν πράγματι τα όνειρα αλλά και τις πίκρες, τις χαρές και τις λύπες, τις προσδοκίες και συχνά την οργή τους, πόντο-πόντο με το βελονάκι τους, χρησιμοποιώντας το κουβάρι τους για να πλέξουν το δικότ ους μίτο της Αριάδνης, τον  μίτο της επιβίωσής τους. Τότε που οι γυναίκες μύριζαν λεβάντα και βασιλικό, ζεστό ψωμί, αλισίβα κι αγάπη.


Με αυτά στο νου άρχισα να διαβάζω το βιβλίο της Σέβης Τηλιακού και σιγά-σιγά κατάλαβα ότι και η ίδια η Σέβη όλα αυτά τα χρόνια έπλεκε με το κουβάρι των ονείρων της το δικό της εργόχειρο. Ότι η ωθητική δύναμη που την ανάγκασε να γράψει αυτό το μυθιστόρημα είναι η αγωνία της να αναδείξει τις βαθύτερες συγκινησιακές αφετηρίες αλλά και οι αξίες των ανθρώπων μιας περασμένης εποχής, την οποία αναπολεί και μας τη συστήνει με έναν δικό της, ιδιαίτερο τρόπο.
Λένε πως κάθε συγγραφέας έχει ένα προσωπικό του κώδικα να επικοινωνεί με ένα συγκεκριμένο θέμα, να το προσεγγίζει και χρησιμοποιώντας το να το αναδεικνύει σε λογοτεχνικό έργο. Στην περίπτωση της Σέβης Τηλιακού ο τρόπος που επιλέγει η συγγραφέας, για να δημιουργήσει το έργο της είναι αναμφίβολα η αμεσότητα  που χρησιμοποιεί, πλεγμένη σε μια τέλεια ισορροπία με το συναίσθημα που άλλοτε απογειώνεται σε ένα  συναισθηματικό κρεσέντο κι άλλοτε προσγειώνεται στην πραγματικότητα με φράσεις τσεκουράτες και ευθύβολες, αρπάζοντας κυριολεκτικά το ενδιαφέρον του αναγνώστη.



Η συγγραφέας έψαχνε αλήθειες να φέρει στο φως, από εκείνες τις αλήθειες που μορφοποιούν μέσα μας κάθε φορά τη γνώση και μας επιτρέπουν να βελτιώσουμε την προσωπική και αισθητική μας ποιότητα. Γνώριμο άλλωστε το παιχνίδι αυτό για τη Σέβη αφού το ίδιο έκανε και μέσω των τραγουδιών της. Ίσως κι αυτή η χαρακτηριστική ταχύτητα που έχει το κείμενο και ο μουσικός του ρυθμός, να είναι το αποτέλεσμα  αυτής της επαφής της δημιουργού με τον στίχο, μια ταχύτητα που το κάνει να ‘τρέχει’ έτσι ώστε η εξέλιξη του να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να μην τον κουράζει καθόλου και ταυτόχρονα με δυο λιτές κουβέντες να του περνά τα πιο καίρια μηνύματα.

Και καθώς η τέχνη είναι μία, ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιλέγει ο εκάστοτε δημιουργός να την αναπτύξει κάθε φορά και να πορευτεί μέσα στους δρόμους της, η Σέβη υπογράφει ένα κείμενο  που διατηρεί την ίδια αμεσότητα που είχαν και οι στίχοι της όταν έγραφε τραγούδια. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί διαθέτει ένα μέτρο που δεν την  κάνει ούτε υπερβολική, ούτε ανιαρή, ούτε ψεύτικη ούτε υπερφίαλη. Είναι μια γλώσσα ρέουσα, φυσική, όταν  χρειάζεται τσεκουράτη αλλά πάντα ειλικρινής, μια και οι διαφορετικοί χαρακτήρες των ηρώων της εκφράζουν κάθε φορά τις δικές τους εμπειρίες, τα δικά τους όνειρα. Είναι μια γλώσσα λιτή, με δυναμική ωστόσο εκφορά, γεμάτη αισθητικούς συμβολισμούς. Με την προφορικότητα ως κύριο χαρακτηριστικό του λόγου της η Σέβη διαλέγει τη πρωτοπρόσωπη αφήγηση και την μετατρέπει σε ένα ευαίσθητο ακροβατισμό συναισθημάτων που ισορροπούν απόλυτα, ζωντανεύοντας σαγηνευτικά δυο ολόκληρους κόσμους.
Πρόκειται ουσιαστικά για δύο παράλληλες ιστορίες που μας δίνουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε όλες τις διακυμάνσεις της γυναικείας φύσης και τη διαχρονικότητά τους καθώς το μυθιστόρημα κινείται με ευκολία ανάμεσα σε δυο κεντρικούς άξονες. Από τη μια έχουμε την ιστορία της Μελίνας, της νεαρής γυναίκας που επιλέγει να φύγει από την έως εκείνη τη στιγμή ζωή της, για να μπορέσει να επαναπροσδιορίσει τα δεδομένα της και από την άλλη την ιστορία δύο γυναικών, της μητέρας της και της Βαλασίας που η μοίρα τις χώρισε για εξήντα ολόκληρα χρόνια για να τις φέρει κοντά σε ένα τυχαίο γύρισμά της.


Με κινηματογραφικό τρόπο η Σέβη Τηλιακού στήνει το σκηνικό της ιστορίας της στη μεταπολεμική Ρόδο και ξεναγεί τον αναγνώστη στα μονοπάτια των αναμνήσεων που το νησί της έχει δωρίσει. Η Ρόδος κυριαρχεί σε όλο το μυθιστόρημα. Κυριαρχεί ως μνήμη, ως θάλασσα, ως τοπίο, ως έθιμα, ως Ιστορία. Στοιχεία βιωματικά που έχουν διαποτίσει την ίδια τη συγγραφέα και γι’ αυτό το λόγο τα χρησιμοποιεί, γίνονται ένας απαραίτητος οδηγός για τον αναγνώστη που θα τον ωθήσει να καταλάβει την περίοδο στην οποία αναφέρεται το βιβλίο και να δικαιολογήσει τελικά τις ανθρώπινες συμπεριφορές, γνωρίζοντας  τη νοοτροπία και τα ήθη της ελληνικής νησιωτικής επαρχίας. Σχηματικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι η συγγραφέας εμβαθύνει στην προσωπική ιστορία τριών ανθρώπων και τοποθετώντας τη σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον γράφει ένα βιβλίο για τις ανθρώπινες σχέσεις και την αντοχή τους στο χρόνο.


Το βιβλίο όμως πέρα από την ιστορία τη βασική που σαν αρχιτεκτονικός σκελετός στηρίζει το κείμενο περιέχει πολλαπλά επίπεδα τα οποία καλείται να ανακαλύψει ο αναγνώστης Έτσι λοιπόν σε δεύτερο επίπεδο η Σέβη Τηλιακού δημιουργεί έναν μικρόκοσμο δικό της, έναν κόσμο καμωμένο από αξίες που δοκιμάζονται σκληρά, επιλέγοντας το μέτρο της ηθικής ως τον προσωπικό της κώδικα επικοινωνίας με τον αναγνώστη της.
Η Σέβη αγωνιά να καταδείξει σε όλους τους αναγνώστες της ότι η δύναμη της ανθρώπινης υπόστασης έγκειται σε ελάχιστα πράγματα, σε έννοιες και αξίες που τείνουν να χαθούν στη σημερινή εποχή, αν δεν έχουν κιόλας χαθεί, έννοιες όπως αξιοπρέπεια, αλήθεια, αγάπη, συνοδοιπορία όνειρο, ελπίδα. Έννοιες που στροβιλίζονται μέσα στο κείμενο, παρασύροντας στη δίνη τους τη σκέψη του αναγνώστη, για να την επανατοποθετήσουν μέσα στην πραγματικότητα. Αλλά και έννοιες όπως εξουσία, έρωτας, αφοσίωση, διάψευση. 


Όλα αυτά  συνθέτουν την κοσμοθεωρία αυτού του μικρόκοσμου. Και κυρίως η μοναξιά. Μια μοναξιά που βιώνεται σε όλες τις ηλικίες χωρίς καμιά διάκριση και που σκηνοθετεί τα βήματα του έργου. Οι γυναίκες της ιστορίας δοκιμάζονται σε όλη τους τη ζωή από τη μοναξιά που καιροφυλαχτεί στις σύγχρονες κοινωνίες. Και τις αναγκάζει να αλλάξουν δραματικά. Η λαγνεία της Βαλασίας για εξουσία, η ανάγκη της Λουκίας για επιστροφή στη γνώριμη ζεστασιά του παρελθόντος, η φυγή της Μελίνας είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα ανθρώπων που από φόβο μην μείνουν τελικά εντελώς μόνοι μεταβάλλουν αυτοβούλως τον εαυτό τους,  αφού και οι δύο υποδύονται έναν ρόλο που θεωρούν ότι τις προστατεύει από ό,τι τελικά περισσότερο φοβούνται στη ζωή τους, να μείνουν μόνες τους!


Το βιβλίο όμως μετατρέπεται συνειδητά σε έναν ύμνο για την ανθρώπινη συνοδοιπορία και φιλία. Με αφορμή την επανασύνδεση των δύο γυναικών μετά από τόσα πολλά χρόνια, η Σέβη προχωρά σε μια ανατομία της ανθρώπινης φιλίας και των προσωπείων που οι άνθρωποι φορούν για να την κρατήσουν ή απλώς να την διεκδικήσουν. Η φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ανόμοιους ανθρώπους και που τελικά κατορθώνει να επαναπροσδιορίζει τις ανθρώπινες διαστάσεις τους γίνεται ο μεγαλύτερος λόγος ύπαρξης αυτού του βιβλίου αλλά η Σέβη στέκεται με την ίδια τρυφερή ματιά στην αξία του έρωτα. Και σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σταθεί ο αναγνώστης και να θαυμάσει τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας προσεγγίζει το θέμα του έρωτα χωρίς να εκχυδαΐζει το λόγο της. Ο έρωτας είναι η κινητήριος δύναμη της ζωής, ο λόγος για τον οποίο κινούνται τα νήματα στη ζωή της Μελίνας, ο ρυθμιστής κατά κάποιον τρόπο όλων των ανατροπών. 

Το μέλλον διεκδικεί από το παρόν και το παρελθόν την αλυσίδα των αξιών και των συναισθημάτων σε ένα ατέρμονο ταξίδι μέσα στο βιβλίο. Η Σέβη Τηλιακού χρησιμοποιεί το καμβά των ηρώων της για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της δικής της εκφραστικής μέσα από ένα παιχνίδι εναλλασσόμενων εικόνων που με γεωμετρική ακρίβεια χωρίζουν το κείμενο. Παράλληλα τοποθετεί το παρελθόν ως συνδετικό αρμό της πλοκής της. Οι ήρωές της αναπτύσσονται δυναμικά τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Στόχος της Σέβης μοιάζει να είναι η χάραξη νέων δρόμων στη ζωή, η ανάγκη να δρομολογηθεί μια νέα πορεία, στο τέλος της οποίας θα έρθει η κάθαρση και ταυτόχρονα η προσωπική  λύτρωση των ηρώων, η απαλλαγή από τα φορτία και τις σκιές του παρελθόντος.
Πέρα από το ηθογραφικό στοιχείο της ιστορίας σημαντικοί είναι οι συμβολισμοί που η συγγραφέας χρησιμοποιεί για να παρουσιάσει το έργο της. Χαρακτηριστικός ο μαντρότοιχος που χωρίζει και ταυτόχρονα ενώνει τις δύο φίλες στην παιδική τους ηλικία και που τελικά κρύβει ένα τεράστιο μυστικό, την ανατροπή που θα δικαιολογήσει απόλυτα τις συμπεριφορές τους.Είναι χαρακτηριστικό ότι το μυθιστόρημα γράφεται για να εξυπηρετήσει κάποιους στόχους. Ένας από αυτούς είναι να ακτινοσκοπήσει την πραγματικότητα για να την καταδείξει και σαφώς να την ακυρώσει. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα η Σέβη ακτινοσκοπεί τη γυναικεία πραγματικότητα. Η γυναίκα σύμβολο,  μάνα, ερωμένη, φίλη, η γυναίκα θύμα μιας εποχής, η γυναίκα που ζυμώνεται με την κατεστημένη κάθε εποχής τάξη πραγμάτων, η γυναίκα δυνάστης, η γυναίκα που προσπαθεί, επαναστατεί  και τελικά εκείνη ορίζει τη μοίρα της.

Το βιβλίο μας παραθέτει με έναν αρμονικό τρόπο όλες αυτές τις εκφάνσεις της γυναικείας φύσης και μαζί δίνει μια ελπίδα,  ότι τελικά η ζωή ορίζεται όπως εμείς τη θέλουμε αρκεί να το πιστέψουμε και να την διεκδικήσουμε. Κι ας γράφει κάπου ότι «Ποτέ δεν θα νιώσεις ελεύθερη όσο αφήνεις στη φυλακή τους αυτούς που μπορείς να ελευθερώσεις». Το μήνυμα που ξεκάθαρο βγαίνει από το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ό,τι η απελευθέρωσή μας από ό,τι μας δυναστεύει είναι προϊόν μόνο της δικής μας, προσωπικής επανάστασης.

Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο κι ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου έκανε η Σέβη και οι εκδόσεις Έναστρον να είμαι σήμερα εδώ!
ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ